στέφανο

στέφανο
το (чаще πλ. ) брачный венец;

κάτω από τα στέφανα — под венцом;

καλά στέφανα! — счастливого брака!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στέφανο" в других словарях:

  • Στέφανο ντα Βερόνα — (Stéfano da Verona). Ιταλός ζωγράφος του 15ου αι. Εξακριβωμένα ενυπόγραφα έργα του είναι Η λατρεία των μάγων (1435), δύο Παναγίες που βρίσκονται στη Ρώμη, στην Πινακοθήκη Κολόνα και στο Μουσείο του ανακτόρου Βενέτσια, καθώς επίσης και μία Παναγία …   Dictionary of Greek

  • στέφανο — το, Ν 1. (κυρίως στον πληθ.) τα στέφανα γαμήλιο, νυφικό στεφάνι («ποιός θα τούς αλλάξει τα στέφανα;») 2. φρ. α) «καλά στέφανα» (ως ευχή προς μνηστευμένους) με το καλό να γίνει ο γάμος β) «κάτω από τα στέφανα» την ώρα τής γαμήλιας στέψης. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • στέφανο — το γαμήλιος στέφανος: Καλά στέφανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σασέτα, Στέφανο ντι Τζοβάννι, ο επιλεγόμενος — (Sasetta). Ιταλός ζωγράφος. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του και αποσπασματικά τα έργα του που σώθηκαν. Ίσως γεννήθηκε στην Κορτόνα, αλλά έζησε στη Σιένα ως το θάνατό του. Μεταξύ του 1423 και του 1426 εκτέλεσε το πρώτο και περίφημο… …   Dictionary of Greek

  • Πεζελίνο, Φραντσέσκο ντι Στέφανο — (Pesellino, 1422 – 1457). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική με δάσκαλο τον Φίλιπο Λίπι. Έργα της εποχής εκείνης είναι διάφοροι πίνακές του αγίων, που βρίσκονται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας. Ένα άλλο του έργο, Η Αγία Τριάδα και άγιοι …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • στεφανίτης — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Α νεοελλ. 1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 …   Dictionary of Greek

  • στεφανηφόρος — α, ο / στεφανηφόρος, ον, ΝΜΑ, και στεφανοφόρος, ον, Α αυτός που φορεί στέφανο ή στέμμα, στεφανωμένος μσν. μτφ. αυτός που έλαβε τον στέφανο τού μαρτυρίου («τῇ καρτερίᾳ σου ἀθλήσει καὶ παρρησίᾳ στεφανηφόρε», Μηναί.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»